- μονοσυλλαβικός
- η , ό[ν] лингв, моносиллабический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονοσυλλαβικός — ή, ό (Α μονοσυλλαβικός, ή, όν) [μονοσύλλαβος] νεοελλ. αυτός που αποτελείται από μονοσύλλαβες λέξεις («μονοσυλλαβικές γλώσσες») αρχ. αυτός που αποτελείται από μία μόνο συλλαβή, μονοσύλλαβος. επίρρ... μονοσυλλαβικώς και ά με μονοσύλλαβες λέξεις, με … Dictionary of Greek
μονοσυλλαβικός, -ή — ό αυτός που αποτελείται από λέξεις μονοσύλλαβες: Η κινεζική ανήκει στις μονοσυλλαβικές γλώσσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)